κατασβήνω

κατασβήνω
(AM κατασβεννύω, Α και κατασβέννυμι)
1. σβήνω εντελώς (α. «ο πυροσβέστης κατέσβησε τη φωτιά» β. «κατέσβεσε θεσπιδαὲς πῡρ», Ομ. Ιλ.)
2. καταπαύω, καταστέλλω, καταπνίγω («σμικρόν ῥῆμα κατασβέννυσι πάσας τὰς τοιαύτας ἡδονάς», Πλάτ.)
αρχ.
1. θεραπεύω («δέξαι με, ὦ θάλασσα, δεινὰ πεπονθότα καὶ κατάσβεσόν μου τά τραύματα», Λουκιαν.)
2. αποξηραίνω («ἔστιν θάλασσα, τίς δέ νιν κατασβέσει», Αισχύλ.)
3. (για τον άνεμο) κοπάζω («τὸ πνεῡμα κατεσβεσμένον παραλόγως ἀκύμονα τὸν πόρον ἰδεῑν καὶ λεῑον παρεῑχε», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατασβήνω — κατάσβησα, κατασβήστηκα, κατασβησμένος 1. σβήνω κάτι εντελώς: Κατάσβησαν τη φωτιά. 2. καταπνίγω, καταπαύω: Κατασβήστηκε η ανταρσία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασβέννυμι — (Α) βλ. κατασβήνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”